λοχίῃ

λοχίῃ
λόχιος
of
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λοχίη — λόχιος of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχίηι — λοχίῃ , λόχιος of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχιος — α, ο (Α λόχιος, ία, ον, θηλ. και ίη) [λόχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”